- τριαλκοόλη
- η, Νχημ. συνοπτική ονομασία άκυκλων οργανικών ενώσεων τα μόρια τών οποίων περιλαμβάνουν τρεις ομάδες αλκοολικού υδροξυλίου οι οποίες είναι γνωστές και ως τριόλες ή τρισθενείς αλκοόλες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριόλη — η, Ν χημ. η τριαλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. triol < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + κατάλ. οl τής χημ. ορολογίας] … Dictionary of Greek